- ὠφέλιμοι
- ὠφέλιμοςhelpingmasc nom/voc plὠφέλιμοςhelpingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλογή — Φυσική ή τεχνητή διαδικασία, με την οποία κατορθώνεται από γενιά σε γενιά μια βραδεία βελτίωση και προσαρμογή των ζωντανών οργανισμών. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στις εσωτερικές παραγωγικές ικανότητες των οργανισμών, οι… … Dictionary of Greek
καταγένεση — η βιολ. παλίνδρομη ή ανάστροφη εξέλιξη τών ειδών αντίρροπη προς τη βαθμιαία εξέλιξη κατά την οποία όσοι χαρακτήρες αποβαίνουν άχρηστοι υποχωρούν και εκλείπουν για να αναπτυχθούν άλλοι χαρακτήρες ωφέλιμοι για το είδος σε νέες συνθήκες… … Dictionary of Greek
βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία … Dictionary of Greek